- κλεπτοπαράσιτα
- ταβιολ. οι ζωντανοί οργανισμοί που τρέφονται εις βάρος άλλων «κλέβοντας» από αυτούς τις αποθηκευμένες τροφές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptoparasite < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + parasite (πρβλ. παρά-σιτον)].
Dictionary of Greek. 2013.